- ἄκυμος
- ἄκυμ-ος, ον, = foreg.,A
τόπος Arist.Pr.931b31
: metaph.,ἄ. βίοτος E.HF698
;ψυχή Plu.2.1090b
; ἄφοβον καὶ ἄ. Epicur.Fr.413.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόπος Arist.Pr.931b31
: metaph.,ἄ. βίοτος E.HF698
;ψυχή Plu.2.1090b
; ἄφοβον καὶ ἄ. Epicur.Fr.413.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άκυμος — ἄκυμος, ον (Α) [κῡμα] γαλήνιος, ήρεμος, ατάραχος … Dictionary of Greek
ἄκυμος — ἄκῡμος , ἄκυμος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκυμον — ἄκῡμον , ἄκυμος masc/fem acc sg ἄκῡμον , ἄκυμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακύμων — (I) ἀκύμων ( ονος), ον (Α) [κύμα] ακύμαντος, άκυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω),… … Dictionary of Greek
ἀκυμότερος — ἀκῡμότερος , ἄκυμος masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύμου — ἀκύ̱μου , ἄκυμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύμων — ἀκύ̱μων , ἄκυμος masc/fem/neut gen pl ἀκύ̱μων , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem nom sg ἀκύ̱μων , ἀκύμων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκύμου — ἀκύ̱μου , ἄκυμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκύμῳ — ἀκύ̱μῳ , ἄκυμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)